Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
PÁGINA DE DESAMBIGUAÇÃO DE UM PROJETO DA WIKIMEDIA
Fossa (desambiguação)
{f} - яма; ров; канава; - яма для нечистот, выгребная яма
Ορισμός
яма
'ЯМА, ямы, ·жен.
1. Углубление, вырытое или образовавшееся в земле. "Вырыта заступом яма глубокая." И.Никитин. Картофельная яма (для хранения картофеля). Угольная яма (для жжения древесного угля). Помойная яма. Выгребная яма.
2. Специально оборудованное Место для хранения чего-нибудь жидкого или сыпучего (спец.). Нефтяная яма (резервуар для нефти). Угольная яма на корабле. Силосная яма. Ремонтная яма (то же, что смотровой колодец, см.колодец ).
3.перен. Впадина, низина. Город расположен в яме.
4.перен. Тюрьма, арестное помещение, ·первонач. устраивавшееся в земле, в срубе (·устар. ). "Всё семейство призрел, спас отца из ямы." А.Островский. Долговая яма. Посадить в яму.
5.перен. Место, средоточие низменных интересов, порока, интриг (·неод. ).
• Воздушная яма (авиац.) - участок в воздухе с иной температурной средой, где летательный аппарат резко снижается, проваливается. Волчья яма (воен.) - искусственное препятствие в виде скрытой в земле ямы. Рыть яму кому - перен. готовить кому-нибудь неприятность, стремиться причинить вред. "Не рой другому ямы, сам в нее попадешь." (посл.) "Когда корысть себя личиной дружбы кроет, она тебе лишь яму роет." Крылов.